Πλούσια ευρήματα έφερε στο φως το πρώτο στάδιο του πενταετούς ανασκαφικού προγράμματος στην αρχαία Τεγέα στην Αρκαδία, που ολοκληρώθηκε από τη ΛΘ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, την 25η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και το Νορβηγικό Ινστιτούτο Αθηνών.
Οι κύριοι στόχοι της φετινής περιόδου ήταν αφενός η συλλογή πληροφοριών για τη στρωματογραφική και χρονολογική ακολουθία στο κέντρο της αρχαίας πόλης της Τεγέας και αφ΄ετέρου ο έλεγχος των αποτελεσμάτων της μαγνητομετρικής επιφανειακής έρευνας που διεξήχθηκε στην περιοχή από το Νορβηγικό Ινστιτούτο Αθηνών κατά τα έτη 2004-2006.
Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε στην Παλαιά Επισκοπή, η οποία πριν από περίπου 100 χρόνια ταυτίστηκε με το κέντρο της αρχαίας Τεγέας. Πάνω στα ερείπια του αρχαίου θεάτρου της πόλης οικοδομήθηκε αργότερα μητροπολιτικός ναός της μεσοβυζαντινής περιόδου (7ος-12ος αι. μ.Χ.). Η φετινή ανασκαφή έγινε στην περιοχή δυτικά του αρχαίου θεάτρου και του βυζαντινού ναού της Επισκοπής και αμέσως βόρεια της επονομαζόμενης Βασιλικής του Θύρσου του 5ου αιώνα μ.Χ., σε οικόπεδο που έχει απαλλοτριωθεί από το ΥΠ.ΠΟ. Κατά την ανασκαφή διανοίχτηκαν δύο τομές, τελικών διαστάσεων 5 Χ 10 μ. η καθεμία.
Δοκιμαστικές τομές κάτω από αυτό το στρώμα αποκάλυψαν παρόμοιες προγενέστερες επιστρώσεις των βυζαντινών χρόνων, οι οποίες στόχευαν στην ανύψωση του εδάφους για την αντιμετώπιση της ανεπαρκούς φυσικής αποστράγγισης στην περιοχή. Στη βορειοδυτική γωνία της νότιας τομής ανακαλύφθηκε επίσης άφθονη σκωρία από βυζαντινό εργαστήριο μεταλλουργίας.
Στη βόρεια τομή δεν ήρθαν στο φως κατάλοιπα της αγοράς, όπως άλλωστε αναμενόταν με βάση τα πορίσματα της μαγνητομετρικής επιφανειακής έρευνας που υλοποιήθηκε το 2004, σύμφωνα με τα οποία η αγορά δεν εκτεινόταν τόσο προς βορρά. Αντίθετα, αποκαλύφθηκαν ερείπια βυζαντινών κτισμάτων. Ένα από αυτά, αβέβαιης για την ώρα χρονολόγησης, πιθανώς συνιστούσε αγροτική μονάδα, όπως υποδεικνύεται από την εύρεση δωματίου με δάπεδο από σκληρό κονίαμα με λίθους, το οποίο μάλλον χρησιμοποιούνταν ως ληνός (πατητήρι).
Η ανασκαφή του έτους 2009 είχε πολύ μικρή διάρκεια, μόλις τρεις εβδομάδες, γι’ αυτό τα αποτελέσματά της είναι περιορισμένα. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι αποκτήθηκαν πια στοιχεία για το τελικό στάδιο της αστικής ζωής στην Τεγέα. Επίσης, αποδεικνύεται ότι η αστική ιστορία της περιοχής είναι μακρόχρονη και περίπλοκη και προσδοκούμε πως οι επόμενες ανασκαφικές περίοδοι θα αποκαλύψουν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες πτυχές της εξέλιξης της πόλης της Τεγέας, η οποία ξεκινά πιθανώς στην ύστερη αρχαϊκή εποχή με το συνοικισμό και συνεχίζει κατά την κλασική, την ελληνιστική, τη ρωμαϊκή, αλλά και τη βυζαντινή περίοδο. Ήδη έχουν συλλεχθεί ενδιαφέροντα ευρήματα όλων αυτών των ιστορικών περιόδων από τη διερεύνηση τόσο του επιφανειακού στρώματος, όσο και των βυζαντινών επιχώσεων.
Καθώς η ανασκαφή διεξάγεται ακριβώς στο κέντρο της αρχαίας πόλης, η Τεγέα μπορεί να αναδειχθεί ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της βαθμιαίας αλλαγής του χαρακτήρα μιας πόλης με συνεχόμενη κατοίκηση από τη ρωμαϊκή μέχρι και τη μεσοβυζαντινή περίοδο. Η παρουσία σλαβικής κεραμικής στο χώρο αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό στάδιο αυτής της μετάβασης.
Τη διεύθυνση του ερευνητικού προγράμματος ελληνονορβηγικής συνεργασίας έχουν οι Δρ. Άννα-Βασιλική Καραπαναγιώτου (ΛΘ΄ Ε.Π.Κ.Α.), ο Δρ. Δημήτριος Αθανασούλης (25η Ε.Β.Α.) και ο Δρ. Knut Ødegård (Πανεπιστήμιο Όσλο και Νορβηγικό Ινστιτούτο Αθηνών).
Σύντομο ιστορικό
Η Τεγέα ήταν πόλη της αρχαίας Αρκαδίας, προϊόν συνοικισμού. Ιδρύθηκε από τον Τεγέα, γιο του Λυκάονα και εγγονό του Πελασγού και ήταν από τις σπουδαιότερες πόλεις της αρχαίας Αρκαδίας, έδρα των τελευταίων μυθικών Αρκάδων βασιλιάδων.
Στην πόλη υπήρχε το Ιερό της Αλέας Αθηνάς, έργο του γλύπτη και αρχιτέκτονα Σκόπα, την εποχή που άρχοντας της Αθήνας ήταν ο Διόφαντος.
Η πόλη διέθετε Γυμνάσιο, θέατρο, Στάδιο, Αγορά και Βουλή με τριακόσιους βουλευτές. Οι κάτοικοι την περίοδο της ακμής της έφταναν τους 40.000 και η πόλη έκοβε δικό της νόμισμα.
Το 146 π.Χ. η Τεγέα θα προσαρτηθεί από τους Ρωμαίους, ακολουθώντας την τύχη των άλλων ελληνικών πόλεων. Το 31 π.Χ. ο Οκταβιανός Άυγουστος θέλησε να τιμωρήσει τους Τεγεάτες για την βοήθεια που προσέφεραν στον αντίπαλό του Αντώνιο και αφαίρεσε από το ναό της Αλέας το άγαλμα της θεάς Αθηνάς. Όπως αναφέρει ο Παυσανίας, το άγαλμα βρισκόταν στη Ρώμη στην αγορά του Αυγούστου.
Το 395 μ.Χ. η Τεγέα λεηλατήθηκε και καταστράφηκε από τους Βησιγότθους του Αλάριχου και στη συνέχεια η περιοχή εκχριστιανίστηκε. Από τον 7ο μ.Χ. αιώνα παρήκμασε.
Από το 10ο αιώνα η περιοχή της Τεγέας απαντάται ως Αμύκλιον, που στον 12ο αιώνα παραφράζεται σε Νύκλι και εξελίσσεται σε ισχυρή πόλη, ιδιαίτερα κατά τους χρόνους της φραγκοκρατίας, οπότε και αποτέλεσε μία από τις βαρωνίες. Γίνεται μάλιστα έδρα επισκοπής.
Το 1296 πέρασε στην εξουσία του δεσπότη του Μυστρά Ανδρόνικου Παλαιολόγου, που την κατέστρεψε, επειδή, κτισμένη καθώς ήταν στην πεδιάδα χρειαζόταν πολυάριθμη φρουρά για να την προστατεύει.
Σήμερα έχει ανασκαφεί και είναι επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος, στον οποίο λειτουργεί και το Αρχαιολογικό Μουσείο Τεγέας, ενώ η ευρύτερη περιοχή, με ευρήματα από ρωμαϊκά ψηφιδωτά και μεσαιωνικά τείχη αποτελεί αρχαιολογικό πάρκο.
Βρίσκεται δίπλα στο χωριό Αλέα της Μαντινείας, 10 χιλιόμετρα από την Τρίπολη.
Σύντομο ιστορικό
Η Τεγέα ήταν πόλη της αρχαίας Αρκαδίας, προϊόν συνοικισμού. Ιδρύθηκε από τον Τεγέα, γιο του Λυκάονα και εγγονό του Πελασγού και ήταν από τις σπουδαιότερες πόλεις της αρχαίας Αρκαδίας, έδρα των τελευταίων μυθικών Αρκάδων βασιλιάδων.
Στην πόλη υπήρχε το Ιερό της Αλέας Αθηνάς, έργο του γλύπτη και αρχιτέκτονα Σκόπα, την εποχή που άρχοντας της Αθήνας ήταν ο Διόφαντος.
Η πόλη διέθετε Γυμνάσιο, θέατρο, Στάδιο, Αγορά και Βουλή με τριακόσιους βουλευτές. Οι κάτοικοι την περίοδο της ακμής της έφταναν τους 40.000 και η πόλη έκοβε δικό της νόμισμα.
Το 146 π.Χ. η Τεγέα θα προσαρτηθεί από τους Ρωμαίους, ακολουθώντας την τύχη των άλλων ελληνικών πόλεων. Το 31 π.Χ. ο Οκταβιανός Άυγουστος θέλησε να τιμωρήσει τους Τεγεάτες για την βοήθεια που προσέφεραν στον αντίπαλό του Αντώνιο και αφαίρεσε από το ναό της Αλέας το άγαλμα της θεάς Αθηνάς. Όπως αναφέρει ο Παυσανίας, το άγαλμα βρισκόταν στη Ρώμη στην αγορά του Αυγούστου.
Το 395 μ.Χ. η Τεγέα λεηλατήθηκε και καταστράφηκε από τους Βησιγότθους του Αλάριχου και στη συνέχεια η περιοχή εκχριστιανίστηκε. Από τον 7ο μ.Χ. αιώνα παρήκμασε.
Από το 10ο αιώνα η περιοχή της Τεγέας απαντάται ως Αμύκλιον, που στον 12ο αιώνα παραφράζεται σε Νύκλι και εξελίσσεται σε ισχυρή πόλη, ιδιαίτερα κατά τους χρόνους της φραγκοκρατίας, οπότε και αποτέλεσε μία από τις βαρωνίες. Γίνεται μάλιστα έδρα επισκοπής.
Το 1296 πέρασε στην εξουσία του δεσπότη του Μυστρά Ανδρόνικου Παλαιολόγου, που την κατέστρεψε, επειδή, κτισμένη καθώς ήταν στην πεδιάδα χρειαζόταν πολυάριθμη φρουρά για να την προστατεύει.
Σήμερα έχει ανασκαφεί και είναι επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος, στον οποίο λειτουργεί και το Αρχαιολογικό Μουσείο Τεγέας, ενώ η ευρύτερη περιοχή, με ευρήματα από ρωμαϊκά ψηφιδωτά και μεσαιωνικά τείχη αποτελεί αρχαιολογικό πάρκο.
Βρίσκεται δίπλα στο χωριό Αλέα της Μαντινείας, 10 χιλιόμετρα από την Τρίπολη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου