Το αρχαιότερο οθωµανικό µνηµείο –εκτός Τουρκίας –στην Ευρώπη, το σηµαντικότερο στην Ελλάδα και ένα από τα πλέον αξιόλογα παγκοσµίως, το τέµενος του Βαγιαζήτ στο ∆ιδυµότειχο θα δεχθεί τη φροντίδα που του αξίζει ως ένα από τα 777 πλέον µνηµειακά έργα ισλαµικής τέχνης και αρχιτεκτονικής του παγκοσµίου άτλαντα που έχουν καταρτίσει τα Πανεπιστήµια Χάρβαρντ και Μ.Ι.Τ.
''Η συντήρηση του τεµένους είναι ένα θετικότατο βήµα, καθώς είναι ένα µνηµείο που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης µας και σύσσωµη η τοπική κοινωνία ενδιαφέρεται για την ανάδειξή του'', αναφέρει ο δήµαρχος ∆ιδυµοτείχου Χρήστος Τοκαµάνης. ''Είναι ένα µνηµείο που δεν έχει ανοίξει ποτέ για το κοινό, αν και χαρακτηρίζει την πόλη µας''. Όσο για την πιθανότητα να λειτουργήσει ως τέµενος; ''∆εν τίθεται τέτοιο θέµα. Το τέµενος είναι κηρυγµένο µνηµείο από το 1946. Άλλωστε λίγο πιο δίπλα υπάρχει µικρότερο τζαµί το οποίο λειτουργεί'', επισηµαίνει ο Χρήστος Τοκαµάνης.
Το σημαντικότερο μουσουλμανικό μνημείο της Ευρώπης, όπως χαρακτηρίζεται, άρχισε να κτίζεται στα τέλη του 14ου αιώνα, κατόπιν διαταγής του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Α' και ολοκληρώθηκε από τον Σουλτάνο Μωάμεθ Α' περίπου το 1420. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους -όπως αναφέρεται και στην επιγραφή πάνω από την κεντρική είσοδο του μνημείου, το Τέμενος εγκαινίασε ο γιος του Βαγιαζήτ, σουλτάνος Μεχμέτ.
Η µνηµειώδης ξύλινη στέγη, η οποία καλύπτει επιφάνεια ενός στρέµµατος, είναι εκείνη που θα βρεθεί στο επίκεντρο της φροντίδας του τεµένους. Καµωµένη από κολοσσιαία δοκάρια δρυός που αντλήθηκαν από τα δάση της Θράκης, η στέγη έχει το σχήµα της πυραµίδας καθώς ακολουθεί τον µαθηµατικό τύπο των πυραµίδων µε κλίση 93%.
Ταλαιπωρηµένη λόγω του ευπαθούς υλικού της, του χρόνου, αλλά και των ιστορικών συγκυριών – τµήµατα από τα µολύβδινα φύλλα που την προστάτευαν αφαιρέθηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου για να µετατραπούν σε σφαίρες – η ξύλινη στέγη είχε παρουσιάσει προβλήµατα στο παρελθόν. Η λύση – προσωρινή, αλλά αποτελεσµατική όπως αποδείχτηκε – δόθηκε το 1998 όταν τυλίχτηκε µέσα σε ειδική µεµβράνη που την προστάτευσε από τον ήλιο και τη βροχή. Πλήγµα όµως δέχτηκε όταν δέκα χρόνια αργότερα κατέρρευσαν τµήµατα από το µιναρέ λόγω κακοκαιρίας και «πλήγωσαν» την προστατευτική µεµβράνη.
''Το µνηµείο δεν κινδυνεύει να καταρρεύσει'', κατέστη σαφές στη συνεδρίαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συµβουλίου, δεδοµένου ότι προβλήµατα έχει µόνο η στέγη, ενώ το υπόλοιπο δεν αντιµετωπίζει σοβαρά προβλήµατα διότι έχει µεγάλους τοίχους 2,20Χ2,40µ. ίσως επειδή είχε αρχικά αρχίσει να χτίζεται ως οχυρωµατικό έργο και όχι ως τζαµί.
Φοβούνταν τη διάλυση της στέγης
Γιατί όµως ώς τώρα οι όποιες επεµβάσεις σωτηρίας ήταν αποσπασµατικές (τοποθέτηση λαµαρίνων, ικριώµατα και υποστηλώσεις) και η µελέτη που υπήρχε για την αποκατάσταση του τεµένους του Βαγιαζήτ δεν είχε υλοποιηθεί; ∆ιότι οι επιστήµονες θεωρούν πως δεν πρέπει να διαλυθεί η στέγη για να µη χάσει την αυθεντικότητά της, αλλά δεν γνώριζαν και το βάθος της καταστροφής που έχει υποστεί η ξυλεία.
Νέες τεχνολογικές µέθοδοι πλέον όµως µε τη χρήση µιας βελόνας και µόνο µπορούν να κάνουν τα δοκάρια να «αποκαλύψουν» από τι υποφέρουν οπότε θα εντοπιστεί και ο κατάλληλος τρόπος επέµβασης, ενώ οι εργασίες θα ενταχθούν στο Ταµείο ∆ιαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων.
Πηγή: Τα Νέα
''Η συντήρηση του τεµένους είναι ένα θετικότατο βήµα, καθώς είναι ένα µνηµείο που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης µας και σύσσωµη η τοπική κοινωνία ενδιαφέρεται για την ανάδειξή του'', αναφέρει ο δήµαρχος ∆ιδυµοτείχου Χρήστος Τοκαµάνης. ''Είναι ένα µνηµείο που δεν έχει ανοίξει ποτέ για το κοινό, αν και χαρακτηρίζει την πόλη µας''. Όσο για την πιθανότητα να λειτουργήσει ως τέµενος; ''∆εν τίθεται τέτοιο θέµα. Το τέµενος είναι κηρυγµένο µνηµείο από το 1946. Άλλωστε λίγο πιο δίπλα υπάρχει µικρότερο τζαµί το οποίο λειτουργεί'', επισηµαίνει ο Χρήστος Τοκαµάνης.
Το σημαντικότερο μουσουλμανικό μνημείο της Ευρώπης, όπως χαρακτηρίζεται, άρχισε να κτίζεται στα τέλη του 14ου αιώνα, κατόπιν διαταγής του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Α' και ολοκληρώθηκε από τον Σουλτάνο Μωάμεθ Α' περίπου το 1420. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους -όπως αναφέρεται και στην επιγραφή πάνω από την κεντρική είσοδο του μνημείου, το Τέμενος εγκαινίασε ο γιος του Βαγιαζήτ, σουλτάνος Μεχμέτ.
Η µνηµειώδης ξύλινη στέγη, η οποία καλύπτει επιφάνεια ενός στρέµµατος, είναι εκείνη που θα βρεθεί στο επίκεντρο της φροντίδας του τεµένους. Καµωµένη από κολοσσιαία δοκάρια δρυός που αντλήθηκαν από τα δάση της Θράκης, η στέγη έχει το σχήµα της πυραµίδας καθώς ακολουθεί τον µαθηµατικό τύπο των πυραµίδων µε κλίση 93%.
Ταλαιπωρηµένη λόγω του ευπαθούς υλικού της, του χρόνου, αλλά και των ιστορικών συγκυριών – τµήµατα από τα µολύβδινα φύλλα που την προστάτευαν αφαιρέθηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου για να µετατραπούν σε σφαίρες – η ξύλινη στέγη είχε παρουσιάσει προβλήµατα στο παρελθόν. Η λύση – προσωρινή, αλλά αποτελεσµατική όπως αποδείχτηκε – δόθηκε το 1998 όταν τυλίχτηκε µέσα σε ειδική µεµβράνη που την προστάτευσε από τον ήλιο και τη βροχή. Πλήγµα όµως δέχτηκε όταν δέκα χρόνια αργότερα κατέρρευσαν τµήµατα από το µιναρέ λόγω κακοκαιρίας και «πλήγωσαν» την προστατευτική µεµβράνη.
''Το µνηµείο δεν κινδυνεύει να καταρρεύσει'', κατέστη σαφές στη συνεδρίαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συµβουλίου, δεδοµένου ότι προβλήµατα έχει µόνο η στέγη, ενώ το υπόλοιπο δεν αντιµετωπίζει σοβαρά προβλήµατα διότι έχει µεγάλους τοίχους 2,20Χ2,40µ. ίσως επειδή είχε αρχικά αρχίσει να χτίζεται ως οχυρωµατικό έργο και όχι ως τζαµί.
Φοβούνταν τη διάλυση της στέγης
Γιατί όµως ώς τώρα οι όποιες επεµβάσεις σωτηρίας ήταν αποσπασµατικές (τοποθέτηση λαµαρίνων, ικριώµατα και υποστηλώσεις) και η µελέτη που υπήρχε για την αποκατάσταση του τεµένους του Βαγιαζήτ δεν είχε υλοποιηθεί; ∆ιότι οι επιστήµονες θεωρούν πως δεν πρέπει να διαλυθεί η στέγη για να µη χάσει την αυθεντικότητά της, αλλά δεν γνώριζαν και το βάθος της καταστροφής που έχει υποστεί η ξυλεία.
Νέες τεχνολογικές µέθοδοι πλέον όµως µε τη χρήση µιας βελόνας και µόνο µπορούν να κάνουν τα δοκάρια να «αποκαλύψουν» από τι υποφέρουν οπότε θα εντοπιστεί και ο κατάλληλος τρόπος επέµβασης, ενώ οι εργασίες θα ενταχθούν στο Ταµείο ∆ιαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων.
Πηγή: Τα Νέα