Ένας κολοσσιαίο Ιερό του 6ου αιώνα π.Χ., που όμοιό του δεν υπήρξε στην ελληνική αρχαιότητα, βρίσκεται σήμερα ''σπαρμένο'' σε όλες τις βυζαντινές εκκλησίες της κοιλάδας του Ευρώτα. Οι αρχαιολόγοι μαζεύουν τα κομμάτια ένα ένα...
Είναι ένας μικρός λόφος γύρω στα 200 μέτρα ύψος, φαλακρός στην κορυφή του, με μια μικρή εκκλησία που τον ονοματίζει: Αγία Κυριακή. Κάποια ερείπια εδώ κι εκεί δείχνουν ότι πριν από τους χριστιανούς τον είχαν επιλέξει πρώτοι οι αρχαίοι, αλλά και πάλι τα στοιχεία είναι ελάχιστα ώστε να αντιληφθεί ο τυχαίος επισκέπτης τη σημασία τους. Ποιος μπορεί να φανταστεί ότι εδώ βρισκόταν το πλέον εντυπωσιακό και αινιγματικό κτίσμα της αρχαιότητας;
Ένας κολοσσιαίος θρόνος για τον θεό Απόλλωνα, του οποίου το λατρευτικό άγαλμα, που βρισκόταν στο κέντρο του, υπερέβαινε κατά πολύ σε ύψος το αρχιτεκτονικό οικοδόμημα, αφού έφθανε στα 14,5 μέτρα! Ενα επιβλητικό, μαρμάρινο και περίτεχνα διακοσμημένο κτίριο του 6ου αιώνα π.Χ., που όμοιό του δεν υπήρξε άλλο στην ελληνική αρχαιότητα, δημιούργημα του φημισμένου γλύπτη και αρχιτέκτονα Βαθυκλή από τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας.
Από την άλλη, όμως, ποιος δεν συγκλονίζεται από το γεγονός ότι αυτό το τριώροφο, όπως υπολογίζεται, Ιερό του Απόλλωνα Αμυκλαίου στη Σπάρτη, κατακερματισμένο μέσα στους αιώνες, βρίσκεται σήμερα «σπαρμένο» σε όλα τα εκκλησάκια της κοιλάδας του Ευρώτα;
Στην περίπτωση του Αμυκλαίου ο καθηγητής και Διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη κ. Άγγελος Δεληβορριάς άρχισε να ψάχνει για τα σπαράγματα του μνημείου από το 1966-68, όταν υπηρετούσε ως αρχαιολόγος στη Σπάρτη (Πολλά αρχιτεκτονικά μέλη του θρόνου μάλιστα έχει ήδη ταυτίσει και δημοσιεύσει).
Επέστρεψε, το 2005, επικεφαλής πλέον ενός ανασκαφικού και αναστηλωτικού προγράμματος, με υπεύθυνο των ανασκαφικών εργασιών τον αρχαιολόγο του Μουσείου Μπενάκη κ. Σταύρο Βλύζο και μια μεγάλη ομάδα από εξέχοντες επιστήμονες, ο στόχος ήταν σαφής: εντοπισμός του αρχαίου υλικού, είτε αυτό είναι ενσωματωμένο σε νεότερα κτίσματα είτε θα προέλθει από τις ανασκαφές στον χώρο, και η χρησιμοποίησή του στην αποκατάσταση του μνημείου.
Στους Αγίους Θεοδώρους εντοπίστηκε ένα ακόμη. Ο Άγιος Νικόλαος έχει ενσωματωμένο αρχιτεκτονικό υλικό κυρίως από τον θρόνο. Και φυσικά δεν είναι τα μόνα. Άλλωστε αρχιτεκτονικά μέλη βρίσκονται και στο Μουσείο Σπάρτης. Δόμοι, ορθοστάτες, πλάκες δαπέδου, σπόνδυλοι κιόνων, κιονόκρανα τριών διαφορετικών τύπων σε συνδυασμό του ιωνικού με τον δωρικό ρυθμό, παραστάδες για θύρες με τόρμους για κιγκλιδώματα, τμήματα επιστυλίου και σίμης με φυτικό διάκοσμο, πλάκες από την οροφή περιμένουν να βρουν τη θέση τους.
Το αίτημα του αρχαιολόγου όμως για την αποτοίχισή τους, κυρίως όσον αφορά το βυζαντινό εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, απορρίφθηκε πριν από λίγους μήνες από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο με το σκεπτικό της διατήρησης όλων των φάσεων της ιστορίας στα μνημεία και παρά την υπόσχεση της αποκατάστασης του ναού με νέο υλικό. Μια περαιτέρω συζήτηση ίσως δώσει τη λύση στο πρόβλημα και άλλωστε ο κ. Δεληβορριάς είναι αποφασισμένος να παλέψει για την επίλυσή του.
Η τριάδα
''Το ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα μαζί με τα ιερά της Χαλκιοίκου Αθηνάς και της Ορθίας Αρτέμιδος συνάρθρωναν τη λατρεία της αρχαίας Σπάρτης, κάτι σαν την Αγία Τριάδα του χριστιανισμού. Μια τριάδα που ξεπερνούσε κατά πολύ τις εσωτερικές ανάγκες της τοπικής θρησκευτικότητας εκτονώνοντας τόσο καθημερινά αιτήματα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής όσο και τις πιεστικές ενστάσεις του ιστορικού βίου της πόλης'', όπως λέει ο ίδιος επιχειρηματολογώντας για τη σημασία του Αμυκλαίου.
Είναι πιθανόν άλλωστε ότι το μνημείο χτίστηκε ως επικύρωση της πολιτικής και στρατιωτικής συμμαχίας μεταξύ των δύο βασιλικών οίκων της Σπάρτης, των Αιγειδών και των Αγιαδών, υπό την προστασία του Απόλλωνα.
Πόσο εφικτή όμως είναι η ιδέα της αναστήλωσης ενός μνημείου που «δεν υπάρχει»; Το σχέδιο μοιάζει ουτοπικό, οι δυσκολίες, θεωρητικές και πρακτικές, φαντάζουν τεράστιες, όταν όμως ο κ. Δεληβορριάς αρχίζει να αναπτύσσει με πάθος και νεανικό ενθουσιασμό τα δεδομένα του εγχειρήματος, ένα προς ένα, όλα φαίνονται πιθανά. Και το «κυνήγι» των σπαραγμάτων του ιερού και η άδεια για τη χρήση τους αλλά κυρίως η απόδοση της άγνωστης ως σήμερα ακριβούς αρχιτεκτονικής μορφής του Αμυκλαίου. Γιατί κανείς δεν ξέρει πώς ακριβώς ήταν. Και παρ΄ ότι ο Παυσανίας βάζει τα δυνατά του τον 2ο μ.Χ. αιώνα για να το περιγράψει, βαθύτατα εντυπωσιασμένος από το μέγεθός του, τη μορφή του αλλά και από τον πλούσιο διάκοσμο, κάθε μελετητής ως σήμερα είχε να προτείνει μια διαφορετική εκδοχή.
Τέσσερις βασικές αρχιτεκτονικές μονάδες υπήρχαν στο τέμενος του Αμυκλαίου θεού, όπως λέει ο κ. Δεληβορριάς. Ηταν ο θρόνος με το κολοσσιαίο ξόανο του Απόλλωνα, ο τάφος του Υακίνθου (η λατρεία του οποίου είχε προηγηθεί στον ίδιο χώρο), ο κυκλικός κλιμακωτός βωμός και, τέλος, ο περίβολος. Θεωρείται όμως πιθανόν ότι υπήρχαν και άλλα οικοδομήματα, συγκεκριμένα μια στοά αλλά και ένα πρόπυλο, όπως υποδεικνύουν τα ως τώρα ευρήματα. Οσο για τα επίπεδα του κτίσματος, το πρώτο ήταν το κάθισμα του θρόνου, το δεύτερο ήταν τα προεξέχοντα ερεισίχειρα, ενώ πιθανότατα υπήρχε και τρίτο, που ήταν η ράχη. Τρία τεράστια λεοντοπόδαρα που έχουν έρθει στο φως επιβεβαιώνουν άλλωστε ότι το αρχιτεκτόνημα είχε μορφή καθίσματος αφού πάντα οι αρχαίοι θρόνοι στηρίζονταν σε άκρα λεόντων. ''Αλλά και η ποιότητα της κατεργασίας του μαρμάρου είναι εξαιρετική, νομίζει κανείς ότι η επιφάνεια είναι ελεφάντινη'', επισημαίνει ο κ. Δεληβορριάς.
Ο Υάκινθος
Περί τα πέντε χιλιόμετρα νοτίως της σημερινής Σπάρτης βρίσκονται οι αρχαίες Αμύκλες, με τον λόφο να κατοικείται από την προϊστορική εποχή (2000-1600 π.Χ.) και με τη λατρεία του Υακίνθου, αυτής της προελληνικής θεότητας, να εγκαθιδρύεται από τη μυκηναϊκή εποχή (το μαρτυρούν και τα πολυάριθμα ειδώλια που έχουν έρθει στο φως). Οι Δωριείς στη συνέχεια θα σεβαστούν με το παραπάνω αυτή τη λατρεία: από την Αρχαϊκή εποχή το Αμυκλαίον θα αποτελεί σημαντικό πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της Σπάρτης, η οποία επιπλέον καθιερώνει τα Υακίνθια, εορτή που τελείται στο ιερό και συμβολίζει την πολιτική συμφιλίωση της δωρικής Σπάρτης, όπως εκφράζεται με τον Απόλλωνα, με τον προδωρικό πληθυσμό των Αμυκλών, που εκπροσωπείται από τον Υάκινθο. Παράλληλα στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. καλούν τον Βαθυκλή για να οικοδομήσει τον θρόνο.
Το βέβαιο είναι ότι το άγαλμα προϋπήρχε στη θέση αυτή τουλάχιστον μισό αιώνα πριν κατασκευαστεί ο θρόνος. Στην ουσία ήταν ένα ξύλινο ξόανο σε μορφή κίονα, επενδυμένο με μεταλλικά ελάσματα και με πρόσωπο επιχρυσωμένο. Το ίδιο έχει χαθεί, και λόγω του ευπαθούς υλικού του, σώζεται, όμως, όπως λέει ο κ. Δεληβορριάς, η εγκοπή του βάθρου μέσα στην οποία ήταν προσαρμοσμένο το κεντρικό ξύλο του ξοάνου. Πού «κοιτούσε»; Προς τον Ταΰγετο, προς τα δυτικά δηλαδή, ενώ μέσα στο βάθρο του ήταν ο τάφος του Υακίνθου, όπου κατά την πρώτη ημέρα των Υακινθίων γίνονταν σπονδές.
Ο διάκοσμος
Μόνο με την επιστράτευση πλούσιας φαντασίας μπορεί κανείς να σχηματίσει σήμερα την εντύπωση που έδινε το μνημείο στην αρχαιότητα. Ορατό από πολύ μακριά, λόγω του μεγέθους του, θα έλαμπε στο φως του ηλίου χάρη στο αστραφτερό του μάρμαρο, στις μεταλλικές επενδύσεις του αγάλματος και στις επιχρυσώσεις. Η ανάγλυφη διακόσμησή του εξάλλου με αναρίθμητες παραστάσεις, των οποίων τη λεπτομερή περιγραφή κάνει ο Παυσανίας, περιελάμβανε θεματικά όλη τη...μυθολογία, αν και με μια προτίμηση στον Ηρακλή, μυθικό ήρωα της δωρικής φυλής. Πού βρίσκεται άραγε όλο αυτό το υλικό;
''Ούτε μαρμάρινα, ούτε χάλκινα ανάγλυφα, αλλά ούτε γραπτούς πήλινους πίνακες θα βρούμε γιατί κάποιο σπάραγμα δεν θα είχε επιβιώσει ως σήμερα. Είμαστε υποχρεωμένοι λοιπόν να φανταστούμε τις παραστάσεις ζωγραφισμένες σε ξύλινους πίνακες συναρθρωμένους με τα υπόλοιπα στοιχεία αυτής της εντελώς ανορθόδοξης αρχιτεκτονικής δημιουργίας'', καταλήγει ο κ. Δεληβορριάς.
Η ιστορία των ανασκαφών
Πολύ νωρίς, από τις αρχές του 19ου αιώνα, εκδηλώθηκε το ενδιαφέρον για το Αμυκλαίον, χάριν της ανάγνωσης του Παυσανία, ενώ πρώτος ανασκαφέας του ιερού ήταν ο αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας το 1889-90, ο οποίος αποκάλυψε κτιστό ανάλημμα και τον περίβολο του ναού. Η ανασκαφή συνεχίστηκε το 1904 από τον Φουρτβέγκλερ και τον αρχιτέκτονα Φίχτερ και το 1907 από τον Α.Σκιά,ο οποίος μετακινώντας την εκκλησία της Αγίας Κυριακής εντόπισε ότι ο θρόνος βρισκόταν ακριβώς από κάτω.Το 1924 ακολούθησαν έρευνες από τον Ε.Βuschor και τον W.von Μassow, οι οποίοι επιβεβαίωσαν τη λατρεία στον χώρο από τη Μυκηναϊκή εποχή.
Πηγή: Το Βήμα